- εργαλειοθήκη
- η ящик, сундук для инструментов, чемодан
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργαλειοθήκη — η θήκη ή μικρό κιβώτιο όπου τοποθετούνται τα εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργαλειοφόρος — ο 1. αυτός που μεταφέρει εργαλεία 2. το αρσ. ως ουσ. ο εργαλειοφόρος εργαλειοθήκη … Dictionary of Greek
εργαλοθήκη — η βλ. εργαλειοθήκη … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
σουγλάριον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλειοθήκη» … Dictionary of Greek
τρούσα — η, Ν θήκη εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. trousse «εργαλειοθήκη»] … Dictionary of Greek